Yπάρχουν τεσσάρων κατηγοριών συνταξιοδοτικά προγράμματα:
Α. Κλασικού τύπου και περιοδικών καταβολών:
Ο ασφαλισμένος καταβάλλει ένα συγκεκριμένο ποσό κατά τακτά χρονικά διαστήματα (πχ 600 ευρώ κάθε χρόνο), η ασφαλιστική εταιρία διαχειρίζεται αυτά τα κεφάλαια κατά το δοκούν και απλά, εγυυάται μια ελάχιστη ετήσια απόδοση η οποία μπορεί να φτάσει έως και το 3,25%. Αν την υπερβεί, τότε συνήθως η ασφαλιστική εταιρία καρπούται μέρος της υπεραπόδοσης.
Σε ένα τέτοιο προϊόν, τα πλεονεκτήματα είναι αρκετά...
. Πιέζεται ο πελάτης να αποταμιεύσει για να καταβάλλει τα ασφάλιστρά του, ποσά που σε διαφορετική περίπτωση ενδεχομένως να κατανάλωνε.
. Προσφέρει μια ελάχιστη εγγυημένη ετήσια απόδοση, πολλαπλάσια από αυτή των επιτοκίων ταμιευτηρίου. ’ρα, τα άτομα χαμηλής εισοδηματικής τάξεως, που δεν έχουν τη δυνατότητα να καρπώνονται τα επιτόκια των δεσμευμένων καταθέσεων, όχι μόνο πιέζονται για να αποταμιεύσουν, αλλά και οι αποταμιεύσεις τους αυτές, απολαμβάνουν υψηλότερη απόδοση.
. Ο ασφαλισμένος δικαιούται ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης για ασφάλιστρα έως και 1.100 ευρώ το χρόνο. ’ρα, στην παραπάνω κατηγορία πελατών, η πραγματική απόδοση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, υπάρχουν και δύο σαφή μειονεκτήματα. Το πρώτο είναι ότι δεν επενδύεται ολόκληρο το ποσό, καθώς -κυρίως στην αρχή της επένδυσης- ο πελάτης επιβαρύνεται με προμήθειες και έμμεσους φόρους, με αποτέλεσμα οι θεωρητικές υπεραποδόσεις που αναφέραμε προηγουμένως να ψαλιδίζονται. Και δεύτερον, ότι επιμηκύνεται η περίοδος της επένδυσης, μειώνοντας έτσι τη ρευστότητα του επενδυτή.
Β. Κλασικού τύπου, εφ' άπαξ καταβολής:
Το ποσό, το καταβάλλει ο πελάτης εφ' άπαξ (πχ 35.000 ευρώ) και επίσης απολαμβάνει της ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης που φτάνει έως και το 3,35%. Εδώ τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά. Το κίνητρο για αποταμίευση δεν υπάρχει, καθώς το κεφάλαιο είναι ήδη συγκεκτρωμένο. Ο πελάτης απολαμβάνει μία μόνο χρονιά το φορολογικό κίνητρο και όχι κάθε χρόνο. Και επιπλέον, ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να καρπωθεί υψηλότερες αποδόσεις από αυτή του 3,35% (εγγυημένη απόδοση από το ασφαλιστικό πρόγραμμα), είτε μέσα από τις προσθεσμιακές καταθέσεις (τα ετησίως δεσμευμένα κεφάλαια προσφέρουν απόδοση έως και 4%), είτε μέσω της απόκτησης ενός ομολόγου (με βάση τις τρέχουσες συνθήκες, αποδόσεις από 3,5% έως και 5% ανάλογα με τον εκδότη του ομολόγου και τη διάρκειά του). Και όλα αυτά μάλιστα, χωρίς να χρειαστεί ο πελάτης να καταβάλλει προμήθειες προς την ασφαλιστική εταιρία και έμμεσους φόρους υπέρ του δημοσίου.
Απέναντι σ' αυτά τα μειονεκτήματα, τα συνταξιοδοτικά ασφαλιστικά προγράμματα εφ' άπαξ καταβολής έχουν να αντιτείνουν δύο επιχειρήματα:
. Η απόδοση του 3,35% είναι η ελάχιστη δυνατή και όχι απαραίτητα η πραγματική. Σε περίπτωση μιας μεγάλης αύξησης των επιτοκίων στο μέλλον, ο κάτοχος των ομολόγων θα υποχρεωθεί σε μεγάλη κεφαλαιακή ζημιά, σε αντίθεση με τον κάτοχο του ασφαλιστικού συμβολαίου. Σε περίπτωση μιας σημαντικής ανόδου των χρηματιστηριακών αγορών, ο κάτοχος του συνταξιοδοτικού προγράμματος θα καρπωθεί σε ένα βαθμό το αναλογούν όφελος, σε αντίθεση με τον καταθέτη των τραπεζών και τον κάτοχο ομολόγων.
. Το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μπορεί να συνδυαστεί με ένα επιπλέον ασφαλιστικών καλύψεων, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι ανάγκες κάθε πελάτη.
Γ. Unit linked περιοδικών καταβολών:
Οι διαφορές των προγραμμάτων αυτών από τα κλασικού τύπου περιοδικών καταβολών, είναι ότι στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ελάχιστη εγγυημένη απόδοση και ότι τα κεφάλαια του ασφαλισμένου τοποθετούνται σύμφωνα με την επιθυμία του (συνήθως προσφέρεται στον πελάτη η δυνατότητα να κατανείμει το κεφάλαιό του σε μια σειρά από αμοιβαία κεφάλαια της ασφαλιστικής εταιρίας). Στην περίπτωση των προϊόντων unit linked, ο πελάτης είναι εκείνος που αναλαμβάνει τον κίνδυνο, ενώ από την άλλη πλευρά, καρπώνεται στο ακέραιο το σύνολο της απόδοσής του.
Το κρίσιμο σημείο στην περίπτωση αυτή είναι η ικανότητα του πελάτη να επιλέξει τον κατάλληλο συνδυασμό αμοιβαίων κεφαλαίων.
Σύμφωνα με πολλούς, θα πρέπει στα συνταξιοδοτικά προγράμματα να αποφεύγονται επενδύσεις που συνεπάγονται υψηλό κίνδυνο όπως για παράδειγμα, τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Υπήρξαν για παράδειγμα περίοδοι (2000-2002) όπου η ραγδαία υποχώρηση των μετοχών διεθνώς, περιόρισε δραστικά τα ποσά των συντάξεων που προέκυψαν μέσω των unit linked προγραμμάτων.
Υπάρχει όμως και ο αντίλογος, που λέει ότι μπορεί μεν οι μετοχικές επενδύσεις να συνεπάγονται υψηλότερο κίνδυνο, ωστόσο σε βάθος χρόνου (π.χ., 15 χρόνια, και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα διαθέτουν τέτοιο βάθος χρόνου) αποδίδουν πολύ περισσότερο από τις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος, όπως οι καταθέσεις και τα ομόλογα. Και κάτι τέτοιο, έχει ισχύσει τον τελευταίο αιώνα σε όλες σχεδόν τις οικονομίες του κόσμου, σε επίπεδο μέσου όρου του χρηματιστηρίου, ή σε επίπεδο Γενικού Δείκτη αν θέλετε. Ο μετοχικός κίνδυνος επίσης, περιορίζεται εκ του γεγονότος ότι καταβολές γίνονται κάθε χρόνο, άρα αποκτώνται μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και όταν το χρηματιστήριο είναι ψηλά και όταν αυτό βρίσκεται χαμηλά. ’ρα, ο επενδυτικός κίνδυνος περιορίζεται.
Σύμφωνα με τους υποστηρικτές των προγραμμάτων τύπου unit linked, οι ασφαλιστικές εταιρίες στα κλασικού τύπου συνταξιοδοτικά προγράμματα, επιλέγουν τοποθετήσεις αρκετά χαμηλού ρίσκου και αυτό γιατί όντας υποχρεωμένες να καταβάλουν μια ελάχιστη απόδοση της τάξεως του 3,35%, σε καμιά περίπτωση δεν τις συμφέρει να ρισκάρουν. Έτσι, οι υποστηρικτές των προγραμμάτων unit linked πιστεύουν ότι μέσω μια επιθετικότερης πολιτικής χαρτοφυλακίου, οι αποδόσεις στο τέλος του συνταξιοδοτικού προγράμματος θα είναι υψηλότερες και μάλιστα τις υπεραποδόσεις αυτές θα τις καρπωθούν εξ' ολοκλήρου οι πελάτες.
Δ. Unit linked εφ' άπαξ καταβολής:
Ακριβώς όπως η παραπάνω περίπτωση, με τη διαφορά ότι το ποσό καταβάλλεται από τον πελάτη εφάπαξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.