Translate

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Κρύβουν παγίδες τα Συνταξιοδοτικά προγράμματα?


Οι συνήθεις «παγίδες»
των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων

Μετά τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, όλα δείχνουν ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές, θα «ανοίξει» το ασφαλιστικό θέμα. Το πρόβλημα είναι εμφανές και όχι μόνο ελληνικό: σύμφωνα με τους ειδικούς, όλοι οι κοινωνικοί εταίροι (κράτος, εργαζόμενοι, εργοδότες) θα πρέπει να «βάλουν το χέρι στην τσέπη», προκειμένου να γίνει κατορθωτό να διατηρηθεί μια ελάχιστα αποδεκτή, κοινωνικού χαρακτήρα, σύνταξη.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αναβαθμισμένος είναι και ο ρόλος των ασφαλιστικών εταιριών,καθώς ολοένα και περισσότεροι συμπολίτες μας αποκτούν συνταξιοδοτικά προγράμματα, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια σχετική ευημερία όταν τελικά θα αποχωρήσουν από την ενεργό δράση.

Οι «παγίδες» των προγραμμάτων

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει ο υποψήφιος πελάτης ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος είναι...
να μην καταλάβει την ουσία του προϊόντος που του προσφέρεται. Μερικές λοιπόν παγίδες στις οποίες ενδεχομένως μπορεί να υποπέσει είναι οι ακόλουθες:

Πρώτον, να πιστέψει ότι με χαμηλό ύψος ετήσιων καταβολών, τελικά θα καταφέρει να απολαύσει μια υψηλή πρόσθετη σύνταξη.

Δεύτερον, να πιστέψει ότι το ελάχιστο ποσό που η ασφαλιστική εταιρία υπόσχεται να του καταβάλει ως μηνιαία σύνταξη (π.χ., 700 ευρώ το μήνα) θα έχει την ίδια πραγματική αξία, με όση έχουν τα 700 ευρώ σήμερα.


Τρίτον, να βασίσει το ύψος της σύνταξής του σε πολύ υψηλές αποδόσεις που νομίζει ότι θα επιτύχει η ασφαλιστική εταιρία, διαχειριζόμενη τα χρήματά του.

Τέταρτον, να μην κατανοήσει την έννοια και το μέγεθος της δέσμευσης των κεφαλαίων του.
Για να γίνει κατανοητό το τί θα πρέπει να περιμένει ένας υποψήφιος πελάτης από ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, θα πρέπει προηγουμένως να περιγραφεί το πώς ένα τέτοιο πρόγραμμα λειτουργεί.

Στα κλασικού τύπου προγράμματα που αποτελούν και τη συνηθέστερη περίπτωση, οι εκάστοτε καταβολές του πελάτη επενδύονται σε ένα φάσμα επενδύσεων, που συνήθως περιλαμβάνει μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις, ακίνητα, αμοιβαία κεφάλαια, repo's, κ.λπ. Η ασφαλιστική εταιρία εγγυάται κάθε χρόνο μια ελάχιστη απόδοση που συνήθως κυμαίνεται από 2,75%-3,35% και το 90% της όποιας υπεραπόδοσης ενδεχομένως προκύψει.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι αν η απόδοση του χαρτοφυλακίου τον πρώτο χρόνο είναι -2%, τότε ο πελάτης θα καρπωθεί το ελάχιστο 3,35% που του εγγυάται κάθε χρόνο η ασφαλιστική εταιρία. Αν τώρα το δεύτερο χρόνο, η απόδοση του χαρτοφυλακίου είναι 10%, τότε ο πελάτης θα πάρει το ελάχιστο 3,35% και το 90% της υπεραπόδοσης, δηλαδή το 90% του 10%-3,35%, δηλαδή 3,35%+6,075%= 9,335%.
Στην πράξη τώρα, από τη στιγμή που οι ασφαλιστικές εταιρίες εγγυώνται μια ελάχιστη ετήσια απόδοση της τάξεως του 2,75% έως 3,35%, αυτό σημαίνει ότι συνήθως (και προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους) επενδύουν σε ένα αμυντικού χαρακτήρα χαρτοφυλάκιο. Με τον τρόπο αυτό, όταν οι αγορές είναι αρνητικές (π.χ., έντονη υποχώρηση μετοχών στα χρηματιστήρια), η ζημιά είναι σχετικά περιορισμένη για την εταιρία, ενώ όταν οι αγορές είναι πολύ θετικές, ο πελάτης είναι αυτός που καρπώνεται σχετικά μικρό ποσοστό ανόδου λόγω του αμυντικού χαρακτήρα του χαρτοφυλακίου, στο οποίο η ασφαλιστική εταιρία τον έχει τοποθετήσει.

Με τα σημερινά δεδομένα λοιπόν, μια ετήσια απόδοση της τάξεως του 5%-6% κρίνεται ως σαφώς ικανοποιητική και σε μια τέτοια περίπτωση η ετήσια απόδοση για τον ασφαλισμένο του συνταξιοδοτικού προγράμματος κυμαίνεται μεταξύ 4,82% και 5,72%. Και αν αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό που κατά τα τελευταία χρόνια προσεγγίζει κατά μέσο όρο το 3% (ο επίσημος πληθωρισμός, γιατί υπάρχουν φόβοι ότι ο πραγματικός πληθωρισμός είναι υψηλότερος), τότε η καθαρή (αποπληθωρισμένη) ετήσια απόδοση για τον πελάτη είναι μεταξύ του 1,82% και του 2,72%. Και μάλιστα οι αποδόσεις αυτές θα αφορούν όχι σε ολόκληρο το ποσό που κατέβαλε ο πελάτης, αλλά ένα μικρότερο ποσό, γιατί θα πρέπει να αφαιρεθούν η προμήθεια που εισπράττει η ασφαλιστική εταιρία και κάποια έμμεση φορολογία.



Τα κύρια σημεία
Μετά από όλα αυτά, ερχόμαστε τώρα να αναφερθούμε και πάλι στις λάθος εντυπώσεις που μπορεί να αποκομίσει ο πελάτης.
Πρώτον, έγινε κατανοητό ότι η ασφαλιστική εταιρία είναι μεν διαχειρίστρια, αλλά δεν είναι και θαυματοποιός.
 Αρα μικρές ετήσιες καταβολές που γίνονται για δέκα ή δεκαπέντε χρόνια και μάλιστα ξεκινώντας από το 40ο ή το 45ο έτος της ηλικίας του πελάτη, δεν είναι σε θέση να προσφέρουν μια σημαντική σύνταξη για τα υπόλοιπα είκοσι ή τριάντα χρόνια που κατά μέσο όρο ο ασφαλισμένος θα λαμβάνει σύνταξη.

Δεύτερον, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι από το 5% που περίπου αποδίδει κάθε χρόνο η ασφαλιστική εταιρία στον πελάτη, το 3% καλύπτει τον πληθωρισμό και μόνο το υπόλοιπο 2% αποτελεί πραγματική απόδοση. ’ρα, μετά από δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια συμβολαίου, είναι βέβαιο ότι η ελάχιστη σύνταξη που μας υπόσχεται από τώρα το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, θα πρέπει να την υπολογίσουμε με την τότε πραγματική αξία που θα έχει και όχι με τη σημερινή.

Τρίτον, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα περιοδικών καταβολών απευθύνονται σε άτομα που, έστω και με κάποια δυσκολία, πιστεύουν ότι θα είναι σε θέση να αποταμιεύουν, π.χ., 50 ευρώ το μήνα και να μην βασίζονται σ' αυτά για τις άμεσες ανάγκες τους. Συχνά λοιπόν, αποκτούν τέτοια προγράμματα, άτομα που είτε έχουν ασταθέστατο εισόδημα (σύντομα σταματούν να καταβάλλουν τις εισφορές τους), είτε άτομα που σε δύο ή τρία χρόνια θα χρειαστούν τα χρήματα αυτά, προκειμένου να καλύψουν μια άμεση ανάγκη τους. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, το πιθανότερο σενάριο είναι η ρευστοποίηση του συμβολαίου πολύ πριν τη λήξη του, με όρους που στις περισσότερες των περιπτώσεων αποβαίνουν σε βάρος του πελάτη-ασφαλισμένου.



Τα πλεονεκτήματα

Και μετά από όλα αυτά, το ερώτημα που προκύπτει είναι το αν και πότε συμφέρει η σύναψη ενός συνταξιοδοτικού προγράμματος. Η απάντηση, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι θετική, για τους παρακάτω λόγους:

1. Η ύπαρξη ενός συνταξιοδοτικού συμβολαίου πιέζει πολλά νοικοκυριά να περιορίσουν κάποιες μικροσπατάλες και ουσιαστικά να τις μετατρέψουν σε αποταμιεύσεις, οι οποίες επενδύονται για λογαριασμό τους και προς όφελος τόσο το δικό τους, όσο και των συγγενικών τους προσώπων.

2. Η ελάχιστη ετήσια απόδοση της συγκεκριμένης επένδυσης είναι 2,75% έως 3,25% και η συνήθης είναι ανώτερη του 4%. Οι αποδόσεις αυτές είναι πολλαπλάσιες του επιτοκίου ταμιευτηρίου που προσφέρουν οι τράπεζες (συνήθως χαμηλότερο του 1%), στις οποίες θα κατευθύνονταν κατά κύριο λόγο οι πελάτες μικρής αποταμίευσης (5.000, 15.000 ή και των 30.000 ευρώ).

3. Η συγκεκριμένη επένδυση οδηγεί σε φορολογικό όφελος, καθώς, σύμφωνα με το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που αναμένεται μάλιστα να ενισχυθεί περαιτέρω, τα ποσά που καταβάλονται για ιδιωτικές ασφαλίσεις μειώνουν ως ένα βαθμό το φορολογητέο εισόδημα του πελάτη.

Και στο σημείο αυτό, θα πρέπει να κάνουμε μερικές ακόμη επισημάνσεις. Προτιμότερο θα ήταν:

. Το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα να αρχίσει σε όσο το δυνατόν χαμηλότερη ηλικία και να διαρκέσει για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Π.χ., είναι προτιμότερο ο πελάτης να ξεκινήσει το πρόγραμμα από το τριακοστό έτος της ηλικίας του και να αρχίσει να εισπράττει σύνταξη από τότε που θα αποχωρήσει από την εργασία του (πχ στο 65ο έτος του) και άρα το πράγραμμα να διαρκέσει 35 χρόνια και να αφορά μια συντάξιμη περίοδο είκοσι ετών (μέσος όρος ζωής τα 85 έτη), παρά το πρόγραμμα να ξεκινήσει το πρόγραμμα στο 45ο έτος της ηλικίας του, να αρχίσει να εισπράξει σύνταξη από το 60ο έτους. Γιατί τότε η διάρκεια της επένδυσης θα είναι μόλις 15 χρόνια και θα προσπαθήσει να καλύψει μια συντάξιμη περίοδο 25 ετών!.
Να προτιμώνται, εφ' όσον αυτό είναι δυνατόν και τα χρήματα υπάρχουν, προγράμματα εφ' άπαξ καταβολών (πχ 15.000 ευρώ στο 35ο έτος της ηλικίας) τα οποία στη συνέχεια θα ενισχύονται κατά διαστήματα (ανάλογα και με την ευχέρεια του ασφαλισμένου) και με πρόσθετες καταβολές.

 Καλέστε στα 211-4039370 κιν. 6938 009 777 η συμπληρώστε την φόρμα επικοινωνίας πατώντας ΕΔΩ για ένα προσωπικό ραντεβού ώστε να προσεγγίσουμε εξατομικευμένα τις ανάγκες σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.